- πηλάριον
- πηλάριονeye-salveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλάριον — τὸ, Α ονομασία αλοιφής για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλάριον (< πίλα), πιθ. κατ επίδραση τού πηλός] … Dictionary of Greek
πηλαρίου — πηλάριον eye salve neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαρίων — πηλάριον eye salve neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλάρια — πηλάριον eye salve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)